χωρομέτρης

χωρομέτρης
arpenteur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χωρομέτρης — ο, ΝΜΑ ειδικός που ασχολείται με την καταμέτρηση εδαφικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + μέτρης* (< μετρώ) πρβλ. γεω μέτρης] …   Dictionary of Greek

  • χωρομέτρης — ο αυτός που καταμετράει τη γη με κατάλληλα όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • χορογραφώ — έω, ΜΑ [χωρογράφος] περιγράφω χώρες, είμαι χωρογράφος αρχ. 1. καθορίζω τα όρια ενός τόπου 2. (στον ρωμαϊκό στρατό) είμαι χωρομέτρης …   Dictionary of Greek

  • χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • χωρομετρία — η, ΝΑ [χωρομέτρης] η ειδικότητα και η τεχνική τής καταμέτρησης εδαφικών εκτάσεων νεοελλ. η καταμέτρηση εδαφών με τη χρήση χωρομετρικών οργάνων και, ειδικότερα, ο προσδιορισμός τού εμβαδού, η σχεδίαση και η οριοθέτηση αγροτικών κτημάτων και… …   Dictionary of Greek

  • χωρομετρικός — ή, ό, Ν [χωρομέτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρομέτρη ή στην χωρομετρία («χωρομετρικά όργανα»). επίρρ... χωρομετρικώς και χωρομετρικά Ν με χωρομετρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χωρομετρώ — χωρομετρῶ, έω, ΝΑ [χωρομέτρης] καταμετρώ εδαφικές εκτάσεις με τη χρήση κατάλληλων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μερκάτωρ, Γεράρδος — (Gerhardus Mercator, Ρουπελμόντε, Φλάνδρα 1512 – Ντούισμπουργκ 1594). Εκλατινισμένη ονομασία του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Γκέρχαρντ Κρέμερ (Gerhard Kremer). Υπήρξε ο πρώτος που έδωσε μία συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”